- παρδάλειος
- -ον, και παρδαλαῑος, -α, -ον, και ιων. τ. παρδάλεος, -ον, ΜΑ [πάρδαλις]1. αυτός που μοιάζει με λεοπάρδαλη, κυρίως ως προς το στικτό δέρμα2. αυτός που προέρχεται από λεοπάρδαλη («παρδάλειον στέαρ»)3. δόλιος και κακός.
Dictionary of Greek. 2013.